- Φιλίου
- Φίλιοςfriendlymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλίου — φίλιος friendly masc/neut gen sg φίλιος friendly masc/fem/neut gen sg φιλιόω make a friend of pres imperat act 2nd sg φιλιόω make a friend of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BASIA — I. BASIA iactare, apud Phaedrum, l. 5. Fab. 8. v. 29. Iactat basia Tibicen, est populum adorare. Manum enim osculantes, dein eam porrigebant ad eos, quorum honori ac venerationi dabatur illud osculum: sicque protensione manus, quam prius erant… … Hofmann J. Lexicon universale
OSCULUM — res sacra, utpote quâ quasi Anima, quâ nihil nobis pretiosius, transfunditur. Proin eius usque adeo religiosi fuêre Veteres, Romani inprimis, ut cuiquam temere Osculum dare nefas esset, nec Sponso quidem, nihil semel tantum liceret,… … Hofmann J. Lexicon universale
ματς — (I) το (άκλιτο) 1. αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή μεταξύ δύο ομάδων («δυστυχώς, δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό ματς η βία») 2. φρ. «δίνω ματς» καβγαδίζω, τσακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. match]. (II) τα (άκλιτο) 1. (συνήθως μαζί με το μουτς) … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek
φίλιος — α, ο / φίλιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φίλος] φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν. γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.) αρχ. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού… … Dictionary of Greek
χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… … Dictionary of Greek